- τριαρχία
- η триумвират
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριαρχίᾳ — τριαρχίᾱͅ , τριαρχία triumuiratus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαρχία — ἡ, ΝΑ [τρίαρχος] συναρχία τριών ανδρών, τριανδρία … Dictionary of Greek
τριαρχίας — τριαρχίᾱς , τριαρχία triumuiratus fem acc pl τριαρχίᾱς , τριαρχία triumuiratus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριανδρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται A και κοντά στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (1 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. (ιδίως στην αρχαία Ρώμη) εξουσία τριών ανδρών, αλλ. τριαρχία 2. οι τρεις άνδρες που… … Dictionary of Greek